Ιωάννης Βιδάκης & Γεώργιος Μπάλτος
(PhD Πανεπιστημίου Αιγαίου, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το άρθρο παρουσιάζει ένα υπόδειγμα του Adolf Guyer-Zeller, Ελβετού ειδήμονα στα σιδηροδρομικά δίκτυα. Το υπόδειγμα αυτό αφορούσε στη στρατηγική σχεδίαση της επέκτασης της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας, σε περιοχές του παρακμάζοντος Οθωμανικού σουλτανάτου, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η εν λόγω επέκταση συνδυαζόταν με την κατασκευή βασικών σιδηροδρομικών δικτύων, τα οποία διέσχιζαν όλη την οικουμένη. Το υπόδειγμα σχετιζόταν με την παράλληλη επιδίωξη για την διατήρηση της ισορροπίας των Παγκόσμιων Δυνάμεων, στην παγκόσμια κατανομή ισχύος. Το κείμενο έχει σημαντικό ενδιαφέρον και για την χώρας μας, καθώς αναφέρεται σε σημαντικές εδαφικές απελευθερώσεις και διευθετήσεις.
Εισαγωγικά
Η διασφάλιση της στρατιωτικής υπεροχής και της οικονομικής δύναμης των χωρών προϋποθέτει σε ικανοποιητικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και την πρόσβασή τους σε ζωτικές πρώτες ύλες, (raw materials – μέσω της παραγωγής, των εισαγωγών ακόμα και της ιδιοποίησης, αρπαγής/λείας, λεηλασίας, κατάκτησης). Η διαθεσιμότητα αυτών των πρωτογενών ειδών σε αξιοσημείωτη ποσότητα, (φυσική/ποσοτική επάρκεια), κατάλληλη ποιότητα και σταθερές τιμές, (ποιοτική/τιμολογιακή κάλυψη) ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη στρατιωτική και την οικονομική εξουσία ενός κράτους, ήδη από τις πρώτες εκφάνσεις των συντεταγμένων πολιτειών της αρχαιότητας.
Η κατοχή αυτών των πλουτοπαραγωγικών πόρων συνέβαλε:
Στην επεξεργασία και παραγωγή πολεμικού υλικού ως στρατηγική (στρατιωτική) εισροή: π.χ. χαλκός και σίδηρος ως πρώτες ύλες για την κατασκευή όπλων, ξυλείας για τη ναυπήγηση πλοίων.
Στην αύξηση του πλούτου, δυναστικού ή πολιτειακού, (π.χ. χαλκός, σίδηρος, ξυλεία, κ.ά., ως διαπραγματεύσιμα εμπορικά αγαθά) και συνεπώς και στην (χρηματοδοτική) δυνατότητα συγκρότησης, διατήρησης και ανάπτυξης ισχυρών ενόπλων δυνάμεων.
Φυσικά έχουν υπάρξει στρατηγικά προϊόντα, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν ως στρατιωτικά αγαθά – ωστόσο αποτέλεσαν τη λυδία λίθο της οικονομικής δύναμης των κρατών, με χαρακτηριστικότερα τον χρυσό και το ασήμι. Υπήρξαν όμως και άλλα κρίσιμα αγαθά: τον 7ο π.Χ. αιώνα η κατάληψη πηγαδιών και οάσεων αποτέλεσαν τον κύριο στόχο της εκστρατείας του Ασσύριου βασιλέα Ασουρμπανιμπάλ κατά της Αραβικής χερσονήσου και της σημερινής δυτικής Μεσοποταμίας. Ανάλογα συνέβη και με το αλάτι: χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων για τη συντήρηση των τροφίμων, επιτρέποντας στους στρατούς να εισβάλουν σε ολόκληρες ηπείρους και για την παραγωγή πυρομαχικών. Αυτοί που είχαν το πολύτιμο ορυκτό απέκτησαν πλούτο και διεθνές κύρος. Εκείνοι που δεν το είχαν, έπρεπε είτε να πληρώσουν ή να αγωνιστούν γι΄ αυτό, όπως ακριβώς και με το πετρέλαιο σήμερα (Luft 2008). Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι για το νερό (ποτάμιο/πόσιμο) θα διεξαχθούν στο μέλλον αρκετοί πόλεμοι.
Η πρώτη ωστόσο συστηματική ανάλυση της βαρύτητας, που είχε η διαθεσιμότητα στρατηγικών πρώτων υλών για την έκβαση μίας σύρραξης, αποδίδεται από τον Θουκυδίδη στην εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, (431-404 π.Χ.): η ναυτική κυριαρχία των Αθηναίων στο βόρειο Αιγαίο και στον Ελλήσποντο σήμαινε ότι εκτός από την ροή των σημαντικών συμμαχικών φόρων στο Αθηναϊκό ταμείο θα διατηρείτο ασφαλής και η μεταφορά των δύο ζωτικότερων για την Αθήνα εισροών: των δημητριακών της σημερινής Ουκρανίας, (ανάγκες επισιτισμού των 3/4 του Αθηναϊκού πληθυσμού) και των αποθεμάτων ξυλείας της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, (ανανέωση του πολεμικού της στόλου).
Αργότερα στην περίοδο από τον 16° έως τον 18° αιώνα, η επάρκεια διαθεσιμότητας πολύτιμων μετάλλων αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της οικονομικής κυριαρχίας των δυναστικών αριστοκρατιών, που μάχονταν για την πολιτική ηγεμονία της Γηραιάς Ηπείρου, (εν μέρει συνέπεσε με τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης και ταυτίστηκε με την άνοδο των συγκεντρωτικών μοναρχικών δομών εξουσίας στην Ευρώπη). Η συσσώρευση χρυσού και αργύρου στα κρατικά θησαυροφυλάκια θα προσέφερε την δυνατότητα της πρόσληψης μισθοφόρων, της χρηματοδότησης μόνιμων, αν και αρχικά περιορισμένων σε αριθμό στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων, της εξαγοράς ή υποστήριξης διπλωματικών συμμάχων και της προμήθειας κρίσιμων στρατιωτικών πρώτων υλών, όπως το νιτρικό κάλιο, το οποίο αποτελούσε την βάση παραγωγής της πυρίτιδας (Smith 1991/1776, Πετράκης 2012, σελ. 10).
Η διαδικασία συγκέντρωσης πλούτου, ο ανταγωνισμός και οι τεχνολογικές εξελίξεις (σ΄ έναν επάλληλο/σειριακό κύκλο), κατέστησαν δυνατή και ταυτόχρονα επέβαλαν την αποικιοκρατική εξερεύνηση, κατάκτηση και κατοχή, που θα επέτρεπαν την διαμόρφωση αποκλειστικών ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης και εξαγωγής στρατηγικών πρώτων υλών προς το μητροπολιτικό κέντρο, ενισχύοντας στο εσωτερικό των μοναρχικών ανακτοβουλίων την πολιτική ισχυροποίηση της άρχουσας δυναστικής τάξης.
Στη συνέχεια το παρόν κείμενο εστιάζει σε μία προσέγγιση της σχεδίασης της επέκτασης του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού τον 19ο αιώνα και ειδικότερα στη ΝΑ Ευρώπη, που μας ενδιαφέρει. Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται σε σχεδιασμούς χαρτών, χωρών – περιοχών κυριαρχίας και κύριων σιδηροδρομικών δικτύων. Κρίνεται σημαντική, καθώς η ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων κρατών για την διαθεσιμότητα κρίσιμων πρώτων υλών, (με επικέντρωση αρχικά στο πετρέλαιο και κατόπιν στους υδρογονάνθρακες) σχετίζεται με τις διαχρονικές εντάσεις και τις διαμάχες. Η πρόταξη αυτών θεωρείται ότι κατευθύνει τελικά στην διαμόρφωση ενός νέου υποδείγματος, αυτού της «Γεωενέργειας» (Βιδάκης 2016).
Ενέργεια και Γεωπολιτική
Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, η απαίτηση διασφάλισης φθηνής ενέργειας (πετρελαίου), έχει προξενήσει ιστορικά στρατιωτική βία, καταναγκαστική διπλωματία, πολέμους, εντάσεις και ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα η Βρετανική πολιτική την περίοδο της ενεργειακής της πενίας 1912-1956, καθώς και το ότι οι ιδιαιτερότητες των υδρογονανθράκων επαναφέρουν και πάλι στο προσκήνιο του σύγχρονου κόσμου, σημαντικά αναβαθμισμένη, ως κύριο στόχο και αιτία επιλογών και αποφάσεων, την ενέργεια. Μετά την έναρξη της νέας χιλιετίας, η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου της περιόδου 1912-1945/56, έχει πλέον καταληφθεί από τις ΗΠΑ. [Για έναν αιώνα, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Μέχρι το 1947 παρήγαγε περισσότερο απ΄ ότι κατανάλωνε – καθαρός εξαγωγέας αργού. Μετά το 1947, καθώς η αυξανόμενη κατανάλωση ξεπέρασε την επιβραδυνόμενη παραγωγή, οι ΗΠΑ εισήγαγαν πετρέλαιο]. Πράγματι η Βρετανία αρχικά και στη συνέχεια οι ΗΠΑ φέρεται να “ποδηγέτησαν” το Διεθνές Πετρελαϊκό Σύστημα σε σύμπραξη με τους πετρελαϊκούς «τους» ομίλους, αλλά ο στόχος της μεγιστοποίησης της εθνικής ασφαλείας ίσχυσε μόνο για την πρώτη.
Οι ΗΠΑ, με πλούσιες εγχώριες πετρελαϊκές πηγές, επέλεξαν το πετρέλαιο ως “όπλο”, για τη μεταπολεμική επέκταση και την εδραίωση της κυριαρχίας τους. Ο αριθμός των δογμάτων των Προέδρων των ΗΠΑ, τα οποία αναφέρονται στην ενέργεια, η ισχύς και το περιεχόμενό τους επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό το ότι το πετρέλαιο και η προστασία του, ήταν η αιτία λήψης κύριων αποφάσεων και υιοθέτησης πολιτικών στο χώρο της Μέσης Ανατολής σε μία σειρά ετών ήδη από τα μέσα του Β΄ ΠΠ. Η ΕΣΣΔ υστέρησε σημαντικά στον ενεργειακό τομέα – ο αντιπληθωρισμός των τιμών πετρελαίου την δεκαετία του ’80 είχε ως τελικό αποτέλεσμα μεταξύ άλλων, την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών της, υπονομεύοντας την κρατική της υπόσταση. Προς επίρρωση αναφέρεται το γεγονός ότι η μοίρα χωρών όπως του Ιράκ και του Ιράν θα ήταν πολύ διαφορετική, χωρίς την ύπαρξη των υδρογονανθράκων.
[Εντυπωσιακά είναι τα όσα δήλωσε σε συνεντεύξεις του στο τηλεοπτικό κανάλι «Democracy Now» των ΗΠΑ, το 2007, ο απόστρατος στρατηγός Wesley Clark (Ουέσλι Κλαρκ), πρώην SACEUR: «Η αλήθεια για τη Μέση Ανατολή είναι πως αν δεν υπήρχε πετρέλαιο θα αντιμετωπιζόταν όπως η Αφρική: κανείς δεν απειλεί την Αφρική. Αναμφιβόλως, η παρουσία πετρελαίου στην περιοχή είναι η αιτία για την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων» (Clark 2007, 2012) – βλ. https://www.youtube.com/watch?v=bSL3JqorkdU
https://www.democracynow.org/2007/3/2/gen_wesley_clark_weighs_presidential_bid]
Όσον αφορά στην θεώρηση της Γεωπολιτικής (Geopolitique – Geopolitics), αυτή βρίσκεται ανάμεσα στην πολιτειολογία, την γεωγραφία και την ιστορία, (χωρίς συγκεκριμένα όρια παραδεκτά από όλους). Εξετάζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική των κρατών σε συνάρτηση κυρίως με την γεωγραφική τους θέση. Ισχυρίζεται ότι τα πολιτικά, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα κάθε χώρας και περιοχής εξαρτώνται λίγο – πολύ, από την γεωγραφική της θέση στον πλανήτη και τα συναφή χαρακτηριστικά της. Συσχετίζει παραμέτρους της πολιτικής γεωγραφίας, (σταθερές, π.χ. εδαφική επικράτεια και μεταβλητές, π.χ. οικονομία, πληθυσμός, πολιτισμός ή ιδεολογίες ή θρησκείες κ.ά.) με την ισχύ, δίνοντας ωστόσο, προτεραιότητα στην ασφάλεια/άμυνα.
Διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερη επιστήμη από τον Σουηδό Πολιτειολόγο Rudolf Kjellén, στα τέλη του 19ου αιώνα, με βάση το έργο του Γερμανού γεωγράφου Fr. Ratzel (1844-1904): «Περί γεωγραφικού προσδιορισμού του πολιτικού βίου». Ο Ratzel καταγράφει ως πρωταρχικό σκοπό του κράτους την απόκτηση δύναμης (Macht), η οποία θα το αναδείξει σε «Μεγάλη Δύναμη» (Grossmacht) και περαιτέρω σε «Παγκόσμια Δύναμη» (Weltmacht). Η επιτυχία των εθνών βασίζεται στο έδαφος, η μεγιστοποίηση του οποίου εξασφαλίζει τον «Ζωτικό Χώρο» (Lebensraum) για την ανάδειξή τους σε Ηγεμονικές Δυνάμεις. Στη συνέχεια μετά το 1924, η Γεωπολιτική αναπτύχθηκε από το Γερμανό Karl Haushofer, (1869-1946) και το περιοδικό «Γεωπολιτική», κυρίως στην Γερμανία, (μία μεγάλη δύναμη, με περιορισμένους ωστόσο φυσικούς πόρους, χωρίς μεγάλης έκτασης μητροπολιτικό έδαφος και αποικίες). Εμπεριέχει την έννοια του «Ζωτικού Χώρου» και καταλήγει στη «μεσημβρινή – κάθετη» διαίρεση της υδρογείου, με βάση κυρίως πολιτισμικά χαρακτηριστικά (βλ. Χάρτη 1).
Το έργο του Haushofer βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στη ναζιστική ηγεσία και οι ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν για να αιτιολογήσουν την γερμανική επεκτασιμότητα κατά την εποχή κυριαρχίας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος – ανακατανομή διεθνούς καταμερισμού πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο στο παγκόσμιο σύστημα, αποτελούν αυτά που είναι ισχυρότερα στην προβολή των ικανοτήτων τους σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Χάρτης 1: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Haushofer
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, παρουσιάζεται στη συνέχεια μία προγενέστερη προσέγγιση, σχετικά με τη στρατηγική της επέκτασης της Γερμανίας στα τέλη του 19ου αιώνα, στα εδάφη της τότε παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας: στη Μικρά Ασία, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Μάλιστα αυτή η επέκταση συνδυάζεται με την κατασκευή βασικών σιδηροδρομικών δικτύων, τα οποία αφενός διασυνδέουν όλη την οικουμένη, αφετέρου εκτιμάται ότι θα είναι τα μέσα για την υποστήριξη της αποικιοκρατικής επέκτασης και της εκμετάλλευσης των πόρων των αντίστοιχων περιοχών.
Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller & Σιδηροδρομικά Δίκτυα
Ο Adolf Guyer-Zeller (1839 – 1899), ήταν ένας Ελβετός μεγιστάνας και ειδήμων στους σιδηροδρόμους, ο οποίος είχε έντονο ενδιαφέρον στις δυνατότητες του γερμανικού ιμπεριαλισμού να επεκταθεί στη μοναδική διατιθέμενη περιοχή, δηλαδή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, διαμορφώνοντας και τις ανάλογες σιδηροδρομικές διαδρομές. Από το 1870 είχε αρχίσει να ασχολείται με τους σιδηρόδρομους και στη συνέχεια έγινε γνωστός ως «Eisenbahnkönig», («βασιλιάς των σιδηρόδρομων»).
Οι Χάρτες 2 και 3 που ακολουθούν, εμφανίστηκαν ως συμπλήρωμα στο έργο του, του 1897: «Der Türkenherrschaft Ende», [“The End of Turkish Occupation”, “Το Τέλος της Τουρκοκρατίας”]. Ο Guyer-Zeller ως ειδικός στις οδικές-σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, όπως αποκαλύπτουν και αυτοί οι χάρτες, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την υποστήριξη του γερμανικού ιμπεριαλισμού με σιδηροδρομικές διαδρομές. Οι χάρτες αποτυπώνουν το γερμανικό ιμπεριαλιστικό σενάριο στα τέλη του 19ου αιώνα, με τα σχεδιαζόμενα βασικά σιδηροδρομικά δίκτυα: εκεί που υποτίθεται ότι ήταν το Οθωμανικό σουλτανάτο αναγράφεται: “Deutsch Klein-Asien”, (“German Asia Minor, Γερμανική Μικρά Ασία”). Ανάλογα ισχύει και με την “Γερμανική Αραβία”: στην Γερμανική επιρροή περιέρχονται όλα τα αραβικά κράτη από την χερσόνησο του Σινά έως τα όρια της Περσίας – εξαιρείται μόνο μία μικρή περιοχή, το Άντεν, στο νότο της αραβικής χερσονήσου, το οποίο αναγνωρίζεται ως αγγλικό με την απέναντι ακτή του, στην Αφρική. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση ο κόσμος μοιράζεται μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων: δεν θίγονται τα συμφέροντα της Αγγλίας, αναγνωρίζονται σημαντικά αποικιακά εδάφη στην Αφρική και στην Ιταλία, ενώ η Ρωσσία αποκόπτεται από τα Στενά του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου.
[Ο Guyer–Zeller δεν υπολόγισε τη σφοδρή αντίδραση της Αγγλίας στο εν λόγω σχέδιο: η Ρωσσία με την κατοχή του Αφγανιστάν και της Περσίας, θα έφθανε στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Η Γερμανία με την κατοχή των ασιατικών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα μπορούσε να ενδυναμωθεί σημαντικά οικονομικά και βιομηχανικά – εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων το πετρέλαιο του Ιράκ, τους πόρους όλων των εδαφών και τις αγορές αυτών για τα προϊόντα της. Μία δε ενδεχόμενη συμμαχία μεταξύ της Ρωσσίας και της Γερμανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή απειλή των βρετανικών συμφερόντων στις Ινδίες, καθώς και στον αποκλεισμό της Αγγλίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη].
Σιδηροδρομικά δίκτυα συνδέουν την Αγγλία: με τη Μόσχα, μέσω Βελγίου και Γερμανίας. Με τον Περσικό κόλπο μέσω Γαλλίας, Ελβετίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, ΝΑ Ευρώπης, Γερμανικής Μικράς Ασίας και Γερμανικής Αραβίας. [Τελικά αργότερα επικράτησε η σχεδίαση του γερμανικού σιδηροδρόμου «ΒΒΒ – Βερολίνο, Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη) Βαγδάτη», σε μία επιχείρηση διασύνδεσης Γερμανίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έως τον Περσικό κόλπο – η κατασκευή της οποίας αποτέλεσε σημαντικό αίτιο ξεσπάσματος του Α΄ ΠΠ]. Άλλες κύριες σιδηροδρομικές γραμμές έχουν σχεδιαστεί στην Αφρική και στην Ευρασία και ορισμένες δευτερεύουσες στην Ευρώπη. Αξίιζει να σημειωθεί ότι το Χαλέπι της Συρίας φέρεται να αναδεικνύεται σε σημαντικό κόμβο, καθώς διασυνδέεται σιδηροδρομικά με τη Μόσχα, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με την γραμμή Αγγλία – Περσικός κόλπος, και με μία ακόμη ανατολική σιδηροδρομική γραμμή προς την Ινδία.
Ειδικότερα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης η Ελλάδα φέρεται να λαμβάνει όλη την Θράκη, (Δυτική και Ανατολική με την Κωνσταντινούπολη), όλα τα νησιά του Αιγαίου και του Μαρμαρά και την βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο η Αυστρο-Ουγγαρία κατέχει την περιοχή της Θεσσαλονίκης, χωρίζοντας την χερσαία βόρεια Ελλάδα σε Ανατολική και Δυτική. Η διαμόρφωση των εν λόγω χαρτών δίνει στην Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία θαλάσσια πρόσβαση στην Αδριατική και στο Αιγαίο. Το Μαυροβούνιο προσαρτά την Αλβανία ενώ στην Ρωσσία παραχωρείται ναυτική βάση στην Κρήτη, (κατά τραγική ειρωνεία στη Σούδα Χανίων). Η Κύπρος παραμένει στην κατοχή της Αγγλίας. Άξιο παρατήρησης είναι τα μάλλον περιορισμένα εδάφη της Σερβίας και της Ρουμανίας, ενώ η Βουλγαρία δεν έχει έξοδο στο Αιγαίο. Οι υπόλοιπες αλλαγές φαίνονται πολύ μικρές.
Χάρτης 2α: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller, 1897
Η «Γερμανική Μικρά Ασία» και η «Γερμανική Αραβία»
Χάρτης 2β: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller, 1897
Η «Γερμανική Μικρά Ασία» και η «Γερμανική Αραβία»
Adolf Guyer-Zeller: Επιχειρηματίας, δημοσιογράφος και φιλελεύθερος πολιτικός. Γεννήθηκε στην πόλη Bäretswil της Ελβετίας την 1η Μαΐου 1839 και ήταν γιος του Johann Rudolf Guyer (1803-1876), ενός από τους μεγαλύτερους κλωστοϋφαντουργικούς επιχειρηματίες του Zürcher Oberland, ο οποίος ίδρυσε το εργοστάσιο βαμβακιού Neuthal στον δήμο Bäretswil στην δεκαετία του 1820. Ο Adolf Guyer-Zeller μετά τις σπουδές του, ξεκίνησε σειρά περιηγήσεων στο εξωτερικό, μελετώντας την κατασκευή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Στη μεγάλη του περιοδεία είχε συνάντηση με τον Ιταλό πατριώτη Guiseppe Garibaldi (1807-82) στην Αγγλία το 1859. Επέστρεψε στην Ελβετία το 1863 όπου εργάστηκε στην οικογενειακή επιχείρηση βαμβακιού, στην οποία έγινε συνεταίρος το 1866 και μοναδικός ιδιοκτήτης από το 1874 έως τον θάνατό του το 1899.
Διετέλεσε ιδρυτής και μέτοχος της εμπορικής εταιρείας κλωστοϋφαντουργίας J.R. Guyer στην Ζυρίχη (από το 1869), επικεφαλής του υφαντουργείου Oberkempten (από το 1871), μέλος της Επιτροπής Αναθεώρησης του Ελβετικού Βορειοανατολικού Σιδηροδρόμου (1879-1890, Πρόεδρος 1883-1890), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της χαρτοποιίας στο Sihl (1880-1890), Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου του Ελβετικού Βορειοανατολικού Σιδηροδρόμου (1892-1899, Πρόεδρος 1894-1899), συνιδρυτής της τράπεζας Guyer-Zeller στην Ζυρίχη (1894), συνιδρυτής και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του σιδηροδρόμου Jungfrau (1898/99), συνιδρυτής και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του σιδηροδρόμου Uerikon-Bauma (1898/99). Υπήρξε συν-εκδότης του “Free Minded” (1870-1880), εκδότης του “Allmanns” (από το 1881), μέλος στο Καντονικό Συμβούλιο (1869-1872, 1875-1889), Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Ζυρίχη (1888-1899). Ανέπτυξε επίσης συμφέροντα στον τομέα της τραπεζικής και της χαρτογράφησης.
Από το 1870 άρχισε να ασχολείται με τους σιδηρόδρομους ιδιαίτερα με το Nord-Ost Bahn (NOB – Βορειοανατολικός Σιδηρόδρομος) και το 1894 απέπεμψε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και έγινε Πρόεδρος. Οι εργαζόμενοι της εταιρείας ξεκίνησαν απεργία το 1897, όταν η σκληρή στάση του Adolf Guyer-Zeller στους απεργούς ήταν ένας από τους παράγοντες που το 1902 οδήγησαν στην ενσωμάτωση του δικτύου των 853 χλμ. (km) του NOB στους Ελβετικούς Ομοσπονδιακούς Σιδηροδρόμους. Στις 3 Απριλίου 1899, ο Guyer-Zeller, αποβίωσε από καρδιακή προσβολή στην Ζυρίχη, σε ηλικία 59 ετών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Guyer-Zeller, Adolf: «Το τέλος της Τουρκικής Κατοχής – Μία ματιά στο μέλλον», με δύο πολύχρωμους λιθογραφημένους χρωματιστούς χάρτες. Αγγλική έκδοση του 1924, 20 σελίδες. Εκτυπώθηκε από την Hofer & Co. Βλ.
https://rosetta.nli.org.il/delivery/DeliveryManagerServlet?dps_pid=IE122470287
Βιδάκης Ιωάννης, «Ασφάλεια Ενεργειακών Δικτύων στην Ανατολική Μεσόγειο», Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Χίος, 2016
Luft Gal, (2008). « Oil and the New Economic Order», Φεβρουάριος 2008, Institute for the Analysis of Global Security (IAGS),
http://www.iags.org/new_economic_order0208.pdf
Smith Adam, (1991). «Έρευνα για τη Φύση & τα Αίτια Πλούτου των Εθνών», εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, W. Strahan and T. Cadell, London, 1776
Πετράκης Π., (2012). «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ», Σημειώσεις, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Klare Michael, (2002). «Resource Wars: The New Landscape of Global Conflict», New York, Metropolitan Books
Rifkin J., (2003). «Η Οικονομία του Υδρογόνου», (μετάφρ. Καψάλης Χ.), εκδ. Λιβάνη
Klare Michael, (2012). «The Race for What’s Left: The Global Scramble for the World’s Last Resources», Henry Holt and Company, NY, Metropolitan Books
Στην επεξεργασία και παραγωγή πολεμικού υλικού ως στρατηγική (στρατιωτική) εισροή: π.χ. χαλκός και σίδηρος ως πρώτες ύλες για την κατασκευή όπλων, ξυλείας για τη ναυπήγηση πλοίων.
Στην αύξηση του πλούτου, δυναστικού ή πολιτειακού, (π.χ. χαλκός, σίδηρος, ξυλεία, κ.ά., ως διαπραγματεύσιμα εμπορικά αγαθά) και συνεπώς και στην (χρηματοδοτική) δυνατότητα συγκρότησης, διατήρησης και ανάπτυξης ισχυρών ενόπλων δυνάμεων.
Φυσικά έχουν υπάρξει στρατηγικά προϊόντα, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν ως στρατιωτικά αγαθά – ωστόσο αποτέλεσαν τη λυδία λίθο της οικονομικής δύναμης των κρατών, με χαρακτηριστικότερα τον χρυσό και το ασήμι. Υπήρξαν όμως και άλλα κρίσιμα αγαθά: τον 7ο π.Χ. αιώνα η κατάληψη πηγαδιών και οάσεων αποτέλεσαν τον κύριο στόχο της εκστρατείας του Ασσύριου βασιλέα Ασουρμπανιμπάλ κατά της Αραβικής χερσονήσου και της σημερινής δυτικής Μεσοποταμίας. Ανάλογα συνέβη και με το αλάτι: χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων για τη συντήρηση των τροφίμων, επιτρέποντας στους στρατούς να εισβάλουν σε ολόκληρες ηπείρους και για την παραγωγή πυρομαχικών. Αυτοί που είχαν το πολύτιμο ορυκτό απέκτησαν πλούτο και διεθνές κύρος. Εκείνοι που δεν το είχαν, έπρεπε είτε να πληρώσουν ή να αγωνιστούν γι΄ αυτό, όπως ακριβώς και με το πετρέλαιο σήμερα (Luft 2008). Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι για το νερό (ποτάμιο/πόσιμο) θα διεξαχθούν στο μέλλον αρκετοί πόλεμοι.
Η πρώτη ωστόσο συστηματική ανάλυση της βαρύτητας, που είχε η διαθεσιμότητα στρατηγικών πρώτων υλών για την έκβαση μίας σύρραξης, αποδίδεται από τον Θουκυδίδη στην εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, (431-404 π.Χ.): η ναυτική κυριαρχία των Αθηναίων στο βόρειο Αιγαίο και στον Ελλήσποντο σήμαινε ότι εκτός από την ροή των σημαντικών συμμαχικών φόρων στο Αθηναϊκό ταμείο θα διατηρείτο ασφαλής και η μεταφορά των δύο ζωτικότερων για την Αθήνα εισροών: των δημητριακών της σημερινής Ουκρανίας, (ανάγκες επισιτισμού των 3/4 του Αθηναϊκού πληθυσμού) και των αποθεμάτων ξυλείας της Χαλκιδικής και της Ανατολικής Μακεδονίας, (ανανέωση του πολεμικού της στόλου).
Αργότερα στην περίοδο από τον 16° έως τον 18° αιώνα, η επάρκεια διαθεσιμότητας πολύτιμων μετάλλων αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της οικονομικής κυριαρχίας των δυναστικών αριστοκρατιών, που μάχονταν για την πολιτική ηγεμονία της Γηραιάς Ηπείρου, (εν μέρει συνέπεσε με τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης και ταυτίστηκε με την άνοδο των συγκεντρωτικών μοναρχικών δομών εξουσίας στην Ευρώπη). Η συσσώρευση χρυσού και αργύρου στα κρατικά θησαυροφυλάκια θα προσέφερε την δυνατότητα της πρόσληψης μισθοφόρων, της χρηματοδότησης μόνιμων, αν και αρχικά περιορισμένων σε αριθμό στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων, της εξαγοράς ή υποστήριξης διπλωματικών συμμάχων και της προμήθειας κρίσιμων στρατιωτικών πρώτων υλών, όπως το νιτρικό κάλιο, το οποίο αποτελούσε την βάση παραγωγής της πυρίτιδας (Smith 1991/1776, Πετράκης 2012, σελ. 10).
Η διαδικασία συγκέντρωσης πλούτου, ο ανταγωνισμός και οι τεχνολογικές εξελίξεις (σ΄ έναν επάλληλο/σειριακό κύκλο), κατέστησαν δυνατή και ταυτόχρονα επέβαλαν την αποικιοκρατική εξερεύνηση, κατάκτηση και κατοχή, που θα επέτρεπαν την διαμόρφωση αποκλειστικών ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης και εξαγωγής στρατηγικών πρώτων υλών προς το μητροπολιτικό κέντρο, ενισχύοντας στο εσωτερικό των μοναρχικών ανακτοβουλίων την πολιτική ισχυροποίηση της άρχουσας δυναστικής τάξης.
Στη συνέχεια το παρόν κείμενο εστιάζει σε μία προσέγγιση της σχεδίασης της επέκτασης του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού τον 19ο αιώνα και ειδικότερα στη ΝΑ Ευρώπη, που μας ενδιαφέρει. Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται σε σχεδιασμούς χαρτών, χωρών – περιοχών κυριαρχίας και κύριων σιδηροδρομικών δικτύων. Κρίνεται σημαντική, καθώς η ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων κρατών για την διαθεσιμότητα κρίσιμων πρώτων υλών, (με επικέντρωση αρχικά στο πετρέλαιο και κατόπιν στους υδρογονάνθρακες) σχετίζεται με τις διαχρονικές εντάσεις και τις διαμάχες. Η πρόταξη αυτών θεωρείται ότι κατευθύνει τελικά στην διαμόρφωση ενός νέου υποδείγματος, αυτού της «Γεωενέργειας» (Βιδάκης 2016).
Ενέργεια και Γεωπολιτική
Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, η απαίτηση διασφάλισης φθηνής ενέργειας (πετρελαίου), έχει προξενήσει ιστορικά στρατιωτική βία, καταναγκαστική διπλωματία, πολέμους, εντάσεις και ανταγωνισμούς. Χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα η Βρετανική πολιτική την περίοδο της ενεργειακής της πενίας 1912-1956, καθώς και το ότι οι ιδιαιτερότητες των υδρογονανθράκων επαναφέρουν και πάλι στο προσκήνιο του σύγχρονου κόσμου, σημαντικά αναβαθμισμένη, ως κύριο στόχο και αιτία επιλογών και αποφάσεων, την ενέργεια. Μετά την έναρξη της νέας χιλιετίας, η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου της περιόδου 1912-1945/56, έχει πλέον καταληφθεί από τις ΗΠΑ. [Για έναν αιώνα, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Μέχρι το 1947 παρήγαγε περισσότερο απ΄ ότι κατανάλωνε – καθαρός εξαγωγέας αργού. Μετά το 1947, καθώς η αυξανόμενη κατανάλωση ξεπέρασε την επιβραδυνόμενη παραγωγή, οι ΗΠΑ εισήγαγαν πετρέλαιο]. Πράγματι η Βρετανία αρχικά και στη συνέχεια οι ΗΠΑ φέρεται να “ποδηγέτησαν” το Διεθνές Πετρελαϊκό Σύστημα σε σύμπραξη με τους πετρελαϊκούς «τους» ομίλους, αλλά ο στόχος της μεγιστοποίησης της εθνικής ασφαλείας ίσχυσε μόνο για την πρώτη.
Οι ΗΠΑ, με πλούσιες εγχώριες πετρελαϊκές πηγές, επέλεξαν το πετρέλαιο ως “όπλο”, για τη μεταπολεμική επέκταση και την εδραίωση της κυριαρχίας τους. Ο αριθμός των δογμάτων των Προέδρων των ΗΠΑ, τα οποία αναφέρονται στην ενέργεια, η ισχύς και το περιεχόμενό τους επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό το ότι το πετρέλαιο και η προστασία του, ήταν η αιτία λήψης κύριων αποφάσεων και υιοθέτησης πολιτικών στο χώρο της Μέσης Ανατολής σε μία σειρά ετών ήδη από τα μέσα του Β΄ ΠΠ. Η ΕΣΣΔ υστέρησε σημαντικά στον ενεργειακό τομέα – ο αντιπληθωρισμός των τιμών πετρελαίου την δεκαετία του ’80 είχε ως τελικό αποτέλεσμα μεταξύ άλλων, την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών της, υπονομεύοντας την κρατική της υπόσταση. Προς επίρρωση αναφέρεται το γεγονός ότι η μοίρα χωρών όπως του Ιράκ και του Ιράν θα ήταν πολύ διαφορετική, χωρίς την ύπαρξη των υδρογονανθράκων.
[Εντυπωσιακά είναι τα όσα δήλωσε σε συνεντεύξεις του στο τηλεοπτικό κανάλι «Democracy Now» των ΗΠΑ, το 2007, ο απόστρατος στρατηγός Wesley Clark (Ουέσλι Κλαρκ), πρώην SACEUR: «Η αλήθεια για τη Μέση Ανατολή είναι πως αν δεν υπήρχε πετρέλαιο θα αντιμετωπιζόταν όπως η Αφρική: κανείς δεν απειλεί την Αφρική. Αναμφιβόλως, η παρουσία πετρελαίου στην περιοχή είναι η αιτία για την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων» (Clark 2007, 2012) – βλ. https://www.youtube.com/watch?v=bSL3JqorkdU
https://www.democracynow.org/2007/3/2/gen_wesley_clark_weighs_presidential_bid]
Όσον αφορά στην θεώρηση της Γεωπολιτικής (Geopolitique – Geopolitics), αυτή βρίσκεται ανάμεσα στην πολιτειολογία, την γεωγραφία και την ιστορία, (χωρίς συγκεκριμένα όρια παραδεκτά από όλους). Εξετάζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική των κρατών σε συνάρτηση κυρίως με την γεωγραφική τους θέση. Ισχυρίζεται ότι τα πολιτικά, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα κάθε χώρας και περιοχής εξαρτώνται λίγο – πολύ, από την γεωγραφική της θέση στον πλανήτη και τα συναφή χαρακτηριστικά της. Συσχετίζει παραμέτρους της πολιτικής γεωγραφίας, (σταθερές, π.χ. εδαφική επικράτεια και μεταβλητές, π.χ. οικονομία, πληθυσμός, πολιτισμός ή ιδεολογίες ή θρησκείες κ.ά.) με την ισχύ, δίνοντας ωστόσο, προτεραιότητα στην ασφάλεια/άμυνα.
Διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερη επιστήμη από τον Σουηδό Πολιτειολόγο Rudolf Kjellén, στα τέλη του 19ου αιώνα, με βάση το έργο του Γερμανού γεωγράφου Fr. Ratzel (1844-1904): «Περί γεωγραφικού προσδιορισμού του πολιτικού βίου». Ο Ratzel καταγράφει ως πρωταρχικό σκοπό του κράτους την απόκτηση δύναμης (Macht), η οποία θα το αναδείξει σε «Μεγάλη Δύναμη» (Grossmacht) και περαιτέρω σε «Παγκόσμια Δύναμη» (Weltmacht). Η επιτυχία των εθνών βασίζεται στο έδαφος, η μεγιστοποίηση του οποίου εξασφαλίζει τον «Ζωτικό Χώρο» (Lebensraum) για την ανάδειξή τους σε Ηγεμονικές Δυνάμεις. Στη συνέχεια μετά το 1924, η Γεωπολιτική αναπτύχθηκε από το Γερμανό Karl Haushofer, (1869-1946) και το περιοδικό «Γεωπολιτική», κυρίως στην Γερμανία, (μία μεγάλη δύναμη, με περιορισμένους ωστόσο φυσικούς πόρους, χωρίς μεγάλης έκτασης μητροπολιτικό έδαφος και αποικίες). Εμπεριέχει την έννοια του «Ζωτικού Χώρου» και καταλήγει στη «μεσημβρινή – κάθετη» διαίρεση της υδρογείου, με βάση κυρίως πολιτισμικά χαρακτηριστικά (βλ. Χάρτη 1).
Το έργο του Haushofer βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στη ναζιστική ηγεσία και οι ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν για να αιτιολογήσουν την γερμανική επεκτασιμότητα κατά την εποχή κυριαρχίας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος – ανακατανομή διεθνούς καταμερισμού πλουτοπαραγωγικών πηγών. Τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο στο παγκόσμιο σύστημα, αποτελούν αυτά που είναι ισχυρότερα στην προβολή των ικανοτήτων τους σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Χάρτης 1: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Haushofer
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, παρουσιάζεται στη συνέχεια μία προγενέστερη προσέγγιση, σχετικά με τη στρατηγική της επέκτασης της Γερμανίας στα τέλη του 19ου αιώνα, στα εδάφη της τότε παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας: στη Μικρά Ασία, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Μάλιστα αυτή η επέκταση συνδυάζεται με την κατασκευή βασικών σιδηροδρομικών δικτύων, τα οποία αφενός διασυνδέουν όλη την οικουμένη, αφετέρου εκτιμάται ότι θα είναι τα μέσα για την υποστήριξη της αποικιοκρατικής επέκτασης και της εκμετάλλευσης των πόρων των αντίστοιχων περιοχών.
Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller & Σιδηροδρομικά Δίκτυα
Ο Adolf Guyer-Zeller (1839 – 1899), ήταν ένας Ελβετός μεγιστάνας και ειδήμων στους σιδηροδρόμους, ο οποίος είχε έντονο ενδιαφέρον στις δυνατότητες του γερμανικού ιμπεριαλισμού να επεκταθεί στη μοναδική διατιθέμενη περιοχή, δηλαδή στην Οθωμανική αυτοκρατορία, διαμορφώνοντας και τις ανάλογες σιδηροδρομικές διαδρομές. Από το 1870 είχε αρχίσει να ασχολείται με τους σιδηρόδρομους και στη συνέχεια έγινε γνωστός ως «Eisenbahnkönig», («βασιλιάς των σιδηρόδρομων»).
Οι Χάρτες 2 και 3 που ακολουθούν, εμφανίστηκαν ως συμπλήρωμα στο έργο του, του 1897: «Der Türkenherrschaft Ende», [“The End of Turkish Occupation”, “Το Τέλος της Τουρκοκρατίας”]. Ο Guyer-Zeller ως ειδικός στις οδικές-σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, όπως αποκαλύπτουν και αυτοί οι χάρτες, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την υποστήριξη του γερμανικού ιμπεριαλισμού με σιδηροδρομικές διαδρομές. Οι χάρτες αποτυπώνουν το γερμανικό ιμπεριαλιστικό σενάριο στα τέλη του 19ου αιώνα, με τα σχεδιαζόμενα βασικά σιδηροδρομικά δίκτυα: εκεί που υποτίθεται ότι ήταν το Οθωμανικό σουλτανάτο αναγράφεται: “Deutsch Klein-Asien”, (“German Asia Minor, Γερμανική Μικρά Ασία”). Ανάλογα ισχύει και με την “Γερμανική Αραβία”: στην Γερμανική επιρροή περιέρχονται όλα τα αραβικά κράτη από την χερσόνησο του Σινά έως τα όρια της Περσίας – εξαιρείται μόνο μία μικρή περιοχή, το Άντεν, στο νότο της αραβικής χερσονήσου, το οποίο αναγνωρίζεται ως αγγλικό με την απέναντι ακτή του, στην Αφρική. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση ο κόσμος μοιράζεται μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων: δεν θίγονται τα συμφέροντα της Αγγλίας, αναγνωρίζονται σημαντικά αποικιακά εδάφη στην Αφρική και στην Ιταλία, ενώ η Ρωσσία αποκόπτεται από τα Στενά του Βοσπόρου και του Ελλησπόντου.
[Ο Guyer–Zeller δεν υπολόγισε τη σφοδρή αντίδραση της Αγγλίας στο εν λόγω σχέδιο: η Ρωσσία με την κατοχή του Αφγανιστάν και της Περσίας, θα έφθανε στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Η Γερμανία με την κατοχή των ασιατικών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα μπορούσε να ενδυναμωθεί σημαντικά οικονομικά και βιομηχανικά – εκμεταλλευόμενη μεταξύ άλλων το πετρέλαιο του Ιράκ, τους πόρους όλων των εδαφών και τις αγορές αυτών για τα προϊόντα της. Μία δε ενδεχόμενη συμμαχία μεταξύ της Ρωσσίας και της Γερμανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε σοβαρή απειλή των βρετανικών συμφερόντων στις Ινδίες, καθώς και στον αποκλεισμό της Αγγλίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη].
Σιδηροδρομικά δίκτυα συνδέουν την Αγγλία: με τη Μόσχα, μέσω Βελγίου και Γερμανίας. Με τον Περσικό κόλπο μέσω Γαλλίας, Ελβετίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, ΝΑ Ευρώπης, Γερμανικής Μικράς Ασίας και Γερμανικής Αραβίας. [Τελικά αργότερα επικράτησε η σχεδίαση του γερμανικού σιδηροδρόμου «ΒΒΒ – Βερολίνο, Βυζάντιο (Κωνσταντινούπολη) Βαγδάτη», σε μία επιχείρηση διασύνδεσης Γερμανίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έως τον Περσικό κόλπο – η κατασκευή της οποίας αποτέλεσε σημαντικό αίτιο ξεσπάσματος του Α΄ ΠΠ]. Άλλες κύριες σιδηροδρομικές γραμμές έχουν σχεδιαστεί στην Αφρική και στην Ευρασία και ορισμένες δευτερεύουσες στην Ευρώπη. Αξίιζει να σημειωθεί ότι το Χαλέπι της Συρίας φέρεται να αναδεικνύεται σε σημαντικό κόμβο, καθώς διασυνδέεται σιδηροδρομικά με τη Μόσχα, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, με την γραμμή Αγγλία – Περσικός κόλπος, και με μία ακόμη ανατολική σιδηροδρομική γραμμή προς την Ινδία.
Ειδικότερα στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης η Ελλάδα φέρεται να λαμβάνει όλη την Θράκη, (Δυτική και Ανατολική με την Κωνσταντινούπολη), όλα τα νησιά του Αιγαίου και του Μαρμαρά και την βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο η Αυστρο-Ουγγαρία κατέχει την περιοχή της Θεσσαλονίκης, χωρίζοντας την χερσαία βόρεια Ελλάδα σε Ανατολική και Δυτική. Η διαμόρφωση των εν λόγω χαρτών δίνει στην Αυστρο-Ουγγρική αυτοκρατορία θαλάσσια πρόσβαση στην Αδριατική και στο Αιγαίο. Το Μαυροβούνιο προσαρτά την Αλβανία ενώ στην Ρωσσία παραχωρείται ναυτική βάση στην Κρήτη, (κατά τραγική ειρωνεία στη Σούδα Χανίων). Η Κύπρος παραμένει στην κατοχή της Αγγλίας. Άξιο παρατήρησης είναι τα μάλλον περιορισμένα εδάφη της Σερβίας και της Ρουμανίας, ενώ η Βουλγαρία δεν έχει έξοδο στο Αιγαίο. Οι υπόλοιπες αλλαγές φαίνονται πολύ μικρές.
Χάρτης 2α: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller, 1897
Η «Γερμανική Μικρά Ασία» και η «Γερμανική Αραβία»
Χάρτης 2β: Παγκόσμιες Περιφέρειες του Guyer-Zeller, 1897
Η «Γερμανική Μικρά Ασία» και η «Γερμανική Αραβία»
Από την οθωμανική οπτική γωνία βέβαια, χάρτες όπως αυτοί προσφέρουν μία άλλη εικόνα για το πώς η παρακμάζουσα αυτοκρατορία ενεπλάκη στον Α΄ ΠΠ και υποδηλώνουν μία διαφορετική κατανόηση του πώς αυτή διαλύθηκε με τη συμμετοχή της σ΄ αυτόν. Από την πλευρά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι χάρτες αυτοί επισημαίνουν τον φόβο για πολύ πιο σοβαρές απώλειες, ανεξάρτητα ποιος συνασπισμός θα νικούσε. Μελέτες έχουν δείξει ότι συνειδητοποιημένοι Οθωμανοί πολιτικοί γνώριζαν ότι ακόμη και οι σύμμαχοί τους (Γερμανοί) ήταν πρόθυμοι να διαμοιράσουν ότι είχε απομείνει από την επικράτειά τους.Μετά από δεκαετίες βλέποντας ανάλογους χάρτες, φαίνεται να υπήρχαν αρκετοί λόγοι για τους Οθωμανούς να υποπτεύονται ότι εάν δεν συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα έχαναν ανεξάρτητα από το ποιος θα κέρδιζε.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η ηγεσία των Νεό-Τουρκων [CUP] προσπάθησε αρχικά να καθυστερήσει την είσοδό τους έως ότου φανεί ποιός θα ήταν ο νικητής, αλλά τελικά αποφάσισε, με τόλμη από το μέλος της, τον Enver Pasha, ότι η ουδετερότητα ήταν πιο επικίνδυνη, από την αβεβαιότητα να καταλήξει με την ηττημένη πλευρά. Από καθαρά στρατηγικής άποψης, το στοίχημα για μία γερμανική νίκη δεν ήταν ανόητο, καθώς μερικές φορές η τύχη μπορεί να κάνει ακόμη και μία έξυπνη κίνηση να καταλήξει σε καταστροφή.
Χάρτης 3: ΝΑ Ευρώπη του Guyer-Zeller
Αντί Επιλόγου
Ο ειδικός σε διεθνή θέματα ασφάλειας Klare, υποστηρίζει ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες της νέας χιλιετίας, οι πόλεμοι θα διεξαχθούν όχι πλέον για τις ιδέες και τις ιδεολογίες, αλλά για την πρόσβαση στις μειωμένες πλέον υπάρχουσες ποσότητες των πολύτιμων φυσικών προϊόντων (Klare 2002). Ο αναλυτής ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου έχουν δώσει την θέση τους σ΄ ένα παγκόσμιο αγώνα για πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα και νερό. Συνεπώς επειδή οι ένοπλες δυνάμεις, οι στρατοί σ΄ όλο τον κόσμο ορίζουν την ασφάλεια των πόρων, ως πρωταρχικό τους στόχο, αναμένεται να ακολουθήσει στον πλανήτη εκτεταμένη αστάθεια, ιδιαίτερα σ΄ εκείνους τους τομείς όπου ο ανταγωνισμός για τις βασικές ύλες συμπίπτει με μακροχρόνιες εδαφικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές (Rifkin 2003, σελ. 110).
Ο Klare σε νεώτερο έργο του τονίζει ότι: «Ο κόσμος αντιμετωπίζει μία πρωτοφανή κρίση εξάντλησης των πόρων, μία κρίση που υπερβαίνει τη μείωση των πηγών του πετρελαίου και περιλαμβάνει ελλείψεις στον άνθρακα και στο ουράνιο, σε μέταλλα, χαλκό και λίθιο, σε νερό και σε καλλιεργήσιμη γη» (Klare 2012). Διευκρινίζει ότι η παγκόσμια επιδίωξη για ζωτικούς φυσικούς πόρους έχει διαμορφώσει την ανθρώπινη ιστορία, παρέχοντας έναυσμα για εκστρατείες, εξερευνήσεις και κατακτήσεις.
Ωστόσο αν και για αρκετές δεκαετίες στον 20ό αιώνα, οι προβληματισμοί για τους πόρους επισκιάστηκαν από ιδεολογικές διαμάχες (ως τις κύριες αιτίες διεθνών συγκρούσεων), η σημασία τους και όσο περνάει ο καιρός η αξία τους στην “κούρσα για ότι έχει απομείνει“, θα διαδραματίζει ολοένα αυξανόμενο κυρίαρχο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Το τέλος των «εύχρηστων φυσικών πηγών» απειλεί την επιβίωση τοπικών κοινοτήτων, της πανίδας, των μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμα και εθνών. Η αποφυγή της καταστροφής σε διεθνή κλίμακα απαιτεί την εστίαση στην ανάπτυξη ΑΠΕ και τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην Αρκτική, στα νέα κοιτάσματα αργού και άλλων μορφών του με αξιοποίηση καινοτομιών, σε ορυχεία μετάλλων και κρίσιμων ορυκτών, στην αρόσιμη γη, η οποία μετατρέπεται σ΄ εμπόρευμα.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η ηγεσία των Νεό-Τουρκων [CUP] προσπάθησε αρχικά να καθυστερήσει την είσοδό τους έως ότου φανεί ποιός θα ήταν ο νικητής, αλλά τελικά αποφάσισε, με τόλμη από το μέλος της, τον Enver Pasha, ότι η ουδετερότητα ήταν πιο επικίνδυνη, από την αβεβαιότητα να καταλήξει με την ηττημένη πλευρά. Από καθαρά στρατηγικής άποψης, το στοίχημα για μία γερμανική νίκη δεν ήταν ανόητο, καθώς μερικές φορές η τύχη μπορεί να κάνει ακόμη και μία έξυπνη κίνηση να καταλήξει σε καταστροφή.
Χάρτης 3: ΝΑ Ευρώπη του Guyer-Zeller
Αντί Επιλόγου
Ο ειδικός σε διεθνή θέματα ασφάλειας Klare, υποστηρίζει ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες της νέας χιλιετίας, οι πόλεμοι θα διεξαχθούν όχι πλέον για τις ιδέες και τις ιδεολογίες, αλλά για την πρόσβαση στις μειωμένες πλέον υπάρχουσες ποσότητες των πολύτιμων φυσικών προϊόντων (Klare 2002). Ο αναλυτής ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου έχουν δώσει την θέση τους σ΄ ένα παγκόσμιο αγώνα για πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα και νερό. Συνεπώς επειδή οι ένοπλες δυνάμεις, οι στρατοί σ΄ όλο τον κόσμο ορίζουν την ασφάλεια των πόρων, ως πρωταρχικό τους στόχο, αναμένεται να ακολουθήσει στον πλανήτη εκτεταμένη αστάθεια, ιδιαίτερα σ΄ εκείνους τους τομείς όπου ο ανταγωνισμός για τις βασικές ύλες συμπίπτει με μακροχρόνιες εδαφικές, πολιτικές και θρησκευτικές διαφορές (Rifkin 2003, σελ. 110).
Ο Klare σε νεώτερο έργο του τονίζει ότι: «Ο κόσμος αντιμετωπίζει μία πρωτοφανή κρίση εξάντλησης των πόρων, μία κρίση που υπερβαίνει τη μείωση των πηγών του πετρελαίου και περιλαμβάνει ελλείψεις στον άνθρακα και στο ουράνιο, σε μέταλλα, χαλκό και λίθιο, σε νερό και σε καλλιεργήσιμη γη» (Klare 2012). Διευκρινίζει ότι η παγκόσμια επιδίωξη για ζωτικούς φυσικούς πόρους έχει διαμορφώσει την ανθρώπινη ιστορία, παρέχοντας έναυσμα για εκστρατείες, εξερευνήσεις και κατακτήσεις.
Ωστόσο αν και για αρκετές δεκαετίες στον 20ό αιώνα, οι προβληματισμοί για τους πόρους επισκιάστηκαν από ιδεολογικές διαμάχες (ως τις κύριες αιτίες διεθνών συγκρούσεων), η σημασία τους και όσο περνάει ο καιρός η αξία τους στην “κούρσα για ότι έχει απομείνει“, θα διαδραματίζει ολοένα αυξανόμενο κυρίαρχο ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις. Το τέλος των «εύχρηστων φυσικών πηγών» απειλεί την επιβίωση τοπικών κοινοτήτων, της πανίδας, των μεγάλων επιχειρήσεων, ακόμα και εθνών. Η αποφυγή της καταστροφής σε διεθνή κλίμακα απαιτεί την εστίαση στην ανάπτυξη ΑΠΕ και τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην Αρκτική, στα νέα κοιτάσματα αργού και άλλων μορφών του με αξιοποίηση καινοτομιών, σε ορυχεία μετάλλων και κρίσιμων ορυκτών, στην αρόσιμη γη, η οποία μετατρέπεται σ΄ εμπόρευμα.
Προτείνει δε αντί της αδυσώπητης παγκόσμιας αντιπαλότητας, η οποία αναμένεται μεταξύ κρατών και επιχειρήσεων για να εξαχθεί ότι έχει απομείνει από ζωτικούς πόρους του πλανήτη, έναν “αγώνα δρόμου“ για την διεθνή προσαρμογή σε περιορισμένους πόρους, με χρήση υποκαταστάσεων και με την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Για παράδειγμα ο Rifkin οραματίζεται την αυγή μίας νέας οικονομίας με κινητήρια δύναμη το υδρογόνο (Rifkin 2003).
Ωστόσο οι ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή δημιουργούν ένα νέο σκηνικό στην περιοχή. Τα ενεργειακά συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί ισχύος συνιστούν εκρηκτικές καταστάσεις, με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθεί να παραμένει η πλέον σημαντική περιφέρεια, όπου αντιπαρατίθενται συμφέροντα και επιδιώξεις των ηγεμονικών χωρών, των περιφερειακών δυνάμεων και των κρατών της ευρύτερης μεσογειακής περιοχής.
Οι εκτιμώμενες στενότητες στην προσφορά υδρογονανθράκων, οι επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν και οι πρόσφατες εξελίξεις στον Αραβικό κόσμο, επαναφέρουν στο προσκήνιο ορμητικά το υπόδειγμα της «Γεωενέργειας» (Βιδάκης 2016). Αυτή την φορά οι ανερχόμενες οικονομικά δυνάμεις της Κίνας και της Ινδίας εισέρχονται δυναμικά στο “μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι”. Η Ρωσσία φέρεται να στοχεύει πλέον κατάλληλα, στην αξιοποίηση των πλούσιων ενεργειακών της αποθεμάτων. Η Ευρώπη καθυστερεί να διαμορφώσει ενιαία ενεργειακή πολιτική για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Γενικότερα εκτιμάται η «επάνοδος» στην περίοδο 1912-1940, όταν η ελλειμματική σε ενεργειακούς πόρους Βρετανία διαμόρφωνε συστηματικά τους επί μέρους στόχους της πολιτικής της, με βάση την διασφάλιση φθηνών ενεργειακών πηγών.
Μεγάλη ή Περιφερειακή Δύναμη χωρίς την παροχή φθηνών ενεργειακών πόρων, δεν μπορεί να υπάρξει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οικονομία δίχως φθηνή ενέργεια στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αδυνατεί να στηρίξει την διεθνή θέση ενός κράτους. Η κατάλληλη διαχείριση και χρήση των ενεργειακών πηγών, έστω και ξένων, αποτελεί μέσο ηγεμονίας.
Ωστόσο οι ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή δημιουργούν ένα νέο σκηνικό στην περιοχή. Τα ενεργειακά συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί ισχύος συνιστούν εκρηκτικές καταστάσεις, με απρόβλεπτες εξελίξεις. Η Ανατολική Μεσόγειος εξακολουθεί να παραμένει η πλέον σημαντική περιφέρεια, όπου αντιπαρατίθενται συμφέροντα και επιδιώξεις των ηγεμονικών χωρών, των περιφερειακών δυνάμεων και των κρατών της ευρύτερης μεσογειακής περιοχής.
Οι εκτιμώμενες στενότητες στην προσφορά υδρογονανθράκων, οι επεμβάσεις των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν και οι πρόσφατες εξελίξεις στον Αραβικό κόσμο, επαναφέρουν στο προσκήνιο ορμητικά το υπόδειγμα της «Γεωενέργειας» (Βιδάκης 2016). Αυτή την φορά οι ανερχόμενες οικονομικά δυνάμεις της Κίνας και της Ινδίας εισέρχονται δυναμικά στο “μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι”. Η Ρωσσία φέρεται να στοχεύει πλέον κατάλληλα, στην αξιοποίηση των πλούσιων ενεργειακών της αποθεμάτων. Η Ευρώπη καθυστερεί να διαμορφώσει ενιαία ενεργειακή πολιτική για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Γενικότερα εκτιμάται η «επάνοδος» στην περίοδο 1912-1940, όταν η ελλειμματική σε ενεργειακούς πόρους Βρετανία διαμόρφωνε συστηματικά τους επί μέρους στόχους της πολιτικής της, με βάση την διασφάλιση φθηνών ενεργειακών πηγών.
Μεγάλη ή Περιφερειακή Δύναμη χωρίς την παροχή φθηνών ενεργειακών πόρων, δεν μπορεί να υπάρξει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οικονομία δίχως φθηνή ενέργεια στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αδυνατεί να στηρίξει την διεθνή θέση ενός κράτους. Η κατάλληλη διαχείριση και χρήση των ενεργειακών πηγών, έστω και ξένων, αποτελεί μέσο ηγεμονίας.
Adolf Guyer-Zeller: Επιχειρηματίας, δημοσιογράφος και φιλελεύθερος πολιτικός. Γεννήθηκε στην πόλη Bäretswil της Ελβετίας την 1η Μαΐου 1839 και ήταν γιος του Johann Rudolf Guyer (1803-1876), ενός από τους μεγαλύτερους κλωστοϋφαντουργικούς επιχειρηματίες του Zürcher Oberland, ο οποίος ίδρυσε το εργοστάσιο βαμβακιού Neuthal στον δήμο Bäretswil στην δεκαετία του 1820. Ο Adolf Guyer-Zeller μετά τις σπουδές του, ξεκίνησε σειρά περιηγήσεων στο εξωτερικό, μελετώντας την κατασκευή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Στη μεγάλη του περιοδεία είχε συνάντηση με τον Ιταλό πατριώτη Guiseppe Garibaldi (1807-82) στην Αγγλία το 1859. Επέστρεψε στην Ελβετία το 1863 όπου εργάστηκε στην οικογενειακή επιχείρηση βαμβακιού, στην οποία έγινε συνεταίρος το 1866 και μοναδικός ιδιοκτήτης από το 1874 έως τον θάνατό του το 1899.
Διετέλεσε ιδρυτής και μέτοχος της εμπορικής εταιρείας κλωστοϋφαντουργίας J.R. Guyer στην Ζυρίχη (από το 1869), επικεφαλής του υφαντουργείου Oberkempten (από το 1871), μέλος της Επιτροπής Αναθεώρησης του Ελβετικού Βορειοανατολικού Σιδηροδρόμου (1879-1890, Πρόεδρος 1883-1890), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της χαρτοποιίας στο Sihl (1880-1890), Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου του Ελβετικού Βορειοανατολικού Σιδηροδρόμου (1892-1899, Πρόεδρος 1894-1899), συνιδρυτής της τράπεζας Guyer-Zeller στην Ζυρίχη (1894), συνιδρυτής και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του σιδηροδρόμου Jungfrau (1898/99), συνιδρυτής και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του σιδηροδρόμου Uerikon-Bauma (1898/99). Υπήρξε συν-εκδότης του “Free Minded” (1870-1880), εκδότης του “Allmanns” (από το 1881), μέλος στο Καντονικό Συμβούλιο (1869-1872, 1875-1889), Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στην Ζυρίχη (1888-1899). Ανέπτυξε επίσης συμφέροντα στον τομέα της τραπεζικής και της χαρτογράφησης.
Από το 1870 άρχισε να ασχολείται με τους σιδηρόδρομους ιδιαίτερα με το Nord-Ost Bahn (NOB – Βορειοανατολικός Σιδηρόδρομος) και το 1894 απέπεμψε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας και έγινε Πρόεδρος. Οι εργαζόμενοι της εταιρείας ξεκίνησαν απεργία το 1897, όταν η σκληρή στάση του Adolf Guyer-Zeller στους απεργούς ήταν ένας από τους παράγοντες που το 1902 οδήγησαν στην ενσωμάτωση του δικτύου των 853 χλμ. (km) του NOB στους Ελβετικούς Ομοσπονδιακούς Σιδηροδρόμους. Στις 3 Απριλίου 1899, ο Guyer-Zeller, αποβίωσε από καρδιακή προσβολή στην Ζυρίχη, σε ηλικία 59 ετών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Guyer-Zeller, Adolf: «Το τέλος της Τουρκικής Κατοχής – Μία ματιά στο μέλλον», με δύο πολύχρωμους λιθογραφημένους χρωματιστούς χάρτες. Αγγλική έκδοση του 1924, 20 σελίδες. Εκτυπώθηκε από την Hofer & Co. Βλ.
https://rosetta.nli.org.il/delivery/DeliveryManagerServlet?dps_pid=IE122470287
Βιδάκης Ιωάννης, «Ασφάλεια Ενεργειακών Δικτύων στην Ανατολική Μεσόγειο», Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Χίος, 2016
Luft Gal, (2008). « Oil and the New Economic Order», Φεβρουάριος 2008, Institute for the Analysis of Global Security (IAGS),
http://www.iags.org/new_economic_order0208.pdf
Smith Adam, (1991). «Έρευνα για τη Φύση & τα Αίτια Πλούτου των Εθνών», εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, W. Strahan and T. Cadell, London, 1776
Πετράκης Π., (2012). «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ», Σημειώσεις, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Klare Michael, (2002). «Resource Wars: The New Landscape of Global Conflict», New York, Metropolitan Books
Rifkin J., (2003). «Η Οικονομία του Υδρογόνου», (μετάφρ. Καψάλης Χ.), εκδ. Λιβάνη
Klare Michael, (2012). «The Race for What’s Left: The Global Scramble for the World’s Last Resources», Henry Holt and Company, NY, Metropolitan Books
ΠΗΓΗ: https://infognomonpolitics.gr/2020/08/schediasmoi-germanikou-iberialismou-na-evropi-ton-19o-aiona/
0 Σχόλια